άνοδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άνοδος | οι | άνοδοι |
γενική | της | ανόδου | των | ανόδων |
αιτιατική | την | άνοδο | τις | ανόδους |
κλητική | άνοδε (άνοδο) |
άνοδοι | ||
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άνοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄνοδος[1] < ἀνά (άν-) + ὁδός
- αναρρίχηση ιεραρχικά < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ascencion
- αύξηση σε κλίμακα < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική montée
- φυσική < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική anode < αρχαία ελληνική ἄνοδος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαάνοδος θηλυκό
- ανέβασμα, ανύψωση, πορεία προς τα πάνω
- Το ένα ρεύμα κυκλοφορίας ενός δρόμου διπλής κατεύθυνσης
- (μεταφορικά) μετάβαση σε ανώτερη βαθμίδα ιεραρχίας
- ≈ συνώνυμα: αναρρίχηση
- ≠ αντώνυμα: πτώση
- (για μεγέθη) η αύξηση σε κλίμακα
- η θερμοκρασία θα παρουσίασει άνοδο
- (μεταφορικά) η αύξηση της δύναμης, της επιρροής, της ακτινοβολίας ενός κράτους, ενός πολιτισμού, μιας ιδεολογίας κλπ
- (φυσική) θετικός πόλος του ηλεκτρικού ρεύματος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άνοδος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άνοδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας