ανέβασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανέβασμα < μεσαιωνική ελληνική ἀνέβασμα (σκάλα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανέβασμα ουδέτερο
- η ενέργεια του ανεβαίνω
- το ανέβασμα των επίπλων από μεταφορείς (αλλά η ανάβαση ανθρώπων στο βουνό)
- (πληροφορική, διαδίκτυο) upload, uploading: η μεταφορά δεδομένων σε υπολογιστή δικτύου, συνηθέστερα σε διακομιστή (server) στο διαδίκτυο (internet)