↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναρρίχηση οι αναρριχήσεις
      γενική της αναρρίχησης* των αναρριχήσεων
    αιτιατική την αναρρίχηση τις αναρριχήσεις
     κλητική αναρρίχηση αναρριχήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναρριχήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αναρρίχηση σε βράχο.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναρρίχηση < αναρριχώμαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.naˈɾi.çi.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναρρίχηση θηλυκό

  1. το να σκαρφαλώνει κάποιος σε ύψωμα με μεγάλη κλίση
  2. (αθλητισμός) αγώνισμα που απαιτεί ανάβαση σε ύψωμα με μεγάλη κλίση που απαιτεί να χρησιμοποιήσει κανείς και τα χέρια του και πιθανόν ειδικό εξοπλισμό
  3. (μεταφορικά) η ανοδική πορεία κάποιου σε αξιώματα ή επαγγελματικές θέσεις, ακόμη και με αθέμιτο τρόπο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία