αναρρίχηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναρρίχηση | οι | αναρριχήσεις |
γενική | της | αναρρίχησης* | των | αναρριχήσεων |
αιτιατική | την | αναρρίχηση | τις | αναρριχήσεις |
κλητική | αναρρίχηση | αναρριχήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναρριχήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναρρίχηση < αναρριχώμαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.naˈɾi.çi.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναρρίχηση θηλυκό
- το να σκαρφαλώνει κάποιος σε ύψωμα με μεγάλη κλίση
- (αθλητισμός) αγώνισμα που απαιτεί ανάβαση σε ύψωμα με μεγάλη κλίση που απαιτεί να χρησιμοποιήσει κανείς και τα χέρια του και πιθανόν ειδικό εξοπλισμό
- (μεταφορικά) η ανοδική πορεία κάποιου σε αξιώματα ή επαγγελματικές θέσεις, ακόμη και με αθέμιτο τρόπο