αναρριχώμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναρριχώμαι < αρχαία ελληνική ἀναρριχάομαι / ἀναρριχῶμαι
Ρήμα
επεξεργασίααναρριχώμαι (αποθετικό)
- (κυριολεκτικά) σκαρφαλώνω
- (μεταφορικά) αποκτώ ένα αξίωμα με μη θεμιτό τρόπο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- αναρριχητικό / αναρριχώμενο φυτό: φυτό που αναπτύσσεται στηριζόμενο ή περιστρεφόμενο γύρω από διάφορα στηρίγματα
- ο κισσός είναι αναρριχώμενο φυτό
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναρριχώμαι | αναρριχόμουν | θα αναρριχώμαι | να αναρριχώμαι | ||
β' ενικ. | αναρριχάσαι | αναρριχόσουν | θα αναρριχάσαι | να αναρριχάσαι | ||
γ' ενικ. | αναρριχάται | αναρριχόταν | θα αναρριχάται | να αναρριχάται | ||
α' πληθ. | αναρριχώμεθα - αναρριχόμαστε | αναρριχόμασταν | θα αναρριχώμεθα - αναρριχόμαστε | να αναρριχώμεθα - αναρριχόμαστε | ||
β' πληθ. | αναρριχάσθε - αναρριχάστε | αναρριχόσασταν | θα αναρριχάσθε - αναρριχάστε | να αναρριχάσθε - αναρριχάστε | αναρριχάσθε - αναρριχάστε | |
γ' πληθ. | αναρριχώνται | αναρριχόνταν - αναρριχόντουσαν | θα αναρριχώνται | να αναρριχώνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναρριχήθηκα | θα αναρριχηθώ | να αναρριχηθώ | αναρριχηθεί | ||
β' ενικ. | αναρριχήθηκες | θα αναρριχηθείς | να αναρριχηθείς | αναρριχήσου | ||
γ' ενικ. | αναρριχήθηκε | θα αναρριχηθεί | να αναρριχηθεί | |||
α' πληθ. | αναρριχηθήκαμε | θα αναρριχηθούμε | να αναρριχηθούμε | |||
β' πληθ. | αναρριχηθήκατε | θα αναρριχηθείτε | να αναρριχηθείτε | αναρριχηθείτε | ||
γ' πληθ. | αναρριχήθηκαν αναρριχηθήκαν(ε) |
θα αναρριχηθούν(ε) | να αναρριχηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναρριχηθεί | είχα αναρριχηθεί | θα έχω αναρριχηθεί | να έχω αναρριχηθεί | αναρριχημένος | |
β' ενικ. | έχεις αναρριχηθεί | είχες αναρριχηθεί | θα έχεις αναρριχηθεί | να έχεις αναρριχηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναρριχηθεί | είχε αναρριχηθεί | θα έχει αναρριχηθεί | να έχει αναρριχηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναρριχηθεί | είχαμε αναρριχηθεί | θα έχουμε αναρριχηθεί | να έχουμε αναρριχηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναρριχηθεί | είχατε αναρριχηθεί | θα έχετε αναρριχηθεί | να έχετε αναρριχηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναρριχηθεί | είχαν αναρριχηθεί | θα έχουν αναρριχηθεί | να έχουν αναρριχηθεί |