σκαρφαλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκαρφαλώνω < σκαλώνω + καρφώνω, παθητική φωνή σκαρφαλώνομαι, μετοχή παθητικού παρακειμένου σκαρφαλωμένος.
Ρήμα
επεξεργασίασκαρφαλώνω
- ανεβαίνω σε μια επιφάνεια με μεγάλη κλίση (πχ σκάλα, πλαγιά βουνού, βράχο κλπ) χρησιμοποιώντας και τα χέρια μου για να πιαστώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκαρφαλώνω | σκαρφάλωνα | θα σκαρφαλώνω | να σκαρφαλώνω | σκαρφαλώνοντας | |
β' ενικ. | σκαρφαλώνεις | σκαρφάλωνες | θα σκαρφαλώνεις | να σκαρφαλώνεις | σκαρφάλωνε | |
γ' ενικ. | σκαρφαλώνει | σκαρφάλωνε | θα σκαρφαλώνει | να σκαρφαλώνει | ||
α' πληθ. | σκαρφαλώνουμε | σκαρφαλώναμε | θα σκαρφαλώνουμε | να σκαρφαλώνουμε | ||
β' πληθ. | σκαρφαλώνετε | σκαρφαλώνατε | θα σκαρφαλώνετε | να σκαρφαλώνετε | σκαρφαλώνετε | |
γ' πληθ. | σκαρφαλώνουν(ε) | σκαρφάλωναν σκαρφαλώναν(ε) |
θα σκαρφαλώνουν(ε) | να σκαρφαλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκαρφάλωσα | θα σκαρφαλώσω | να σκαρφαλώσω | σκαρφαλώσει | ||
β' ενικ. | σκαρφάλωσες | θα σκαρφαλώσεις | να σκαρφαλώσεις | σκαρφάλωσε | ||
γ' ενικ. | σκαρφάλωσε | θα σκαρφαλώσει | να σκαρφαλώσει | |||
α' πληθ. | σκαρφαλώσαμε | θα σκαρφαλώσουμε | να σκαρφαλώσουμε | |||
β' πληθ. | σκαρφαλώσατε | θα σκαρφαλώσετε | να σκαρφαλώσετε | σκαρφαλώστε | ||
γ' πληθ. | σκαρφάλωσαν σκαρφαλώσαν(ε) |
θα σκαρφαλώσουν(ε) | να σκαρφαλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκαρφαλώσει | είχα σκαρφαλώσει | θα έχω σκαρφαλώσει | να έχω σκαρφαλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκαρφαλώσει | είχες σκαρφαλώσει | θα έχεις σκαρφαλώσει | να έχεις σκαρφαλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκαρφαλώσει | είχε σκαρφαλώσει | θα έχει σκαρφαλώσει | να έχει σκαρφαλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκαρφαλώσει | είχαμε σκαρφαλώσει | θα έχουμε σκαρφαλώσει | να έχουμε σκαρφαλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκαρφαλώσει | είχατε σκαρφαλώσει | θα έχετε σκαρφαλώσει | να έχετε σκαρφαλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκαρφαλώσει | είχαν σκαρφαλώσει | θα έχουν σκαρφαλώσει | να έχουν σκαρφαλώσει |
|