ανεβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεβαίνω < αρχαία ελληνική ἀναβαίνω
Ρήμα
επεξεργασίαανεβαίνω
- μετακινούμαι, μετατοπίζομαι σε σημείο που, κατά την εκτίμησή μου, βρίσκεται πιο ψηλά (γεωγραφικά, ηθικά, πολιτικά κλπ.) σε σχέση με το προηγούμενο
- (για χώρο π.χ. βουνό, σκάλα, κτίριο) πηγαίνω σε ψηλότερο σημείο του αντίστοιχου χώρου ή προς το βορρά ή προς κάποια τοποθεσία
- ο ήλιος έχει ανέβει ψηλά στον ουρανό
- το ασανσέρ ανεβαίνει μέχρι τον πέμπτο όροφο
- (για τοποθεσία) πηγαίνω προς το βορρά ή προς κάποια τοποθεσία που θεωρώ ότι είναι πιο ψηλά
- ανέβηκα στην πόλη για να πάρω ένα δώρο για το Γιώργο που γιορτάζει
- (ηθικά, πολιτικά κλπ) αποκτώ μεγαλύτερη αξία
- με αυτόν τον τρόπο θα ανέβεις στην εκτίμηση όλων
- (ειδικότερα) (για μεταφορικό μέσο) επιβιβάζομαι
- πρέπει να ανέβουν όλοι στο λεωφορείο για να ξεκινήσει
- (για κάτι που έχει βαθμίδες ή αρίθμηση ή ιεραρχία) αποκτώ μεγαλύτερη τιμή
- αν ανέβεις λίγο (πάνω από την τιμή που προαναφέρθηκε) θα κλείσει η συμφωνία
- ανέβηκε η βενζίνη (η τιμή της βενζίνης)
- πάλι μου ανέβηκε το ζάχαρο, η πίεση, τα τριγλυκερίδια κλπ
- (για χώρο π.χ. βουνό, σκάλα, κτίριο) πηγαίνω σε ψηλότερο σημείο του αντίστοιχου χώρου ή προς το βορρά ή προς κάποια τοποθεσία
- (κατ’ επέκταση) αποκτώ το αντίστοιχο αξίωμα ή τη θέση
- ανεβαίνω στο θρόνο (ενθρονίζομαι, γίνομαι βασιλιάς)
- και τότε ανέβηκε στην εξουσία ο θείος του
Εκφράσεις
επεξεργασία- μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανεβαίνω | ανέβαινα | θα ανεβαίνω | να ανεβαίνω | ανεβαίνοντας | |
β' ενικ. | ανεβαίνεις | ανέβαινες | θα ανεβαίνεις | να ανεβαίνεις | ανέβαινε | |
γ' ενικ. | ανεβαίνει | ανέβαινε | θα ανεβαίνει | να ανεβαίνει | ||
α' πληθ. | ανεβαίνουμε | ανεβαίναμε | θα ανεβαίνουμε | να ανεβαίνουμε | ||
β' πληθ. | ανεβαίνετε | ανεβαίνατε | θα ανεβαίνετε | να ανεβαίνετε | ανεβαίνετε | |
γ' πληθ. | ανεβαίνουν(ε) | ανέβαιναν ανεβαίναν(ε) |
θα ανεβαίνουν(ε) | να ανεβαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανέβηκα | θα ανέβω | να ανέβω | ανέβει | ||
β' ενικ. | ανέβηκες | θα ανέβεις | να ανέβεις | ανέβα | ||
γ' ενικ. | ανέβηκε | θα ανέβει | να ανέβει | |||
α' πληθ. | ανεβήκαμε | θα ανέβουμε | να ανέβουμε | |||
β' πληθ. | ανεβήκατε | θα ανέβετε | να ανέβετε | ανεβείτε | ||
γ' πληθ. | ανέβηκαν ανεβήκαν(ε) |
θα ανέβουν(ε) | να ανέβουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανέβει | είχα ανέβει | θα έχω ανέβει | να έχω ανέβει | ||
β' ενικ. | έχεις ανέβει | είχες ανέβει | θα έχεις ανέβει | να έχεις ανέβει | ||
γ' ενικ. | έχει ανέβει | είχε ανέβει | θα έχει ανέβει | να έχει ανέβει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανέβει | είχαμε ανέβει | θα έχουμε ανέβει | να έχουμε ανέβει | ||
β' πληθ. | έχετε ανέβει | είχατε ανέβει | θα έχετε ανέβει | να έχετε ανέβει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανέβει | είχαν ανέβει | θα έχουν ανέβει | να έχουν ανέβει |
|