ascend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | ascend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ascends |
αόριστος | ascended |
παθητική μετοχή | ascended |
ενεργητική μετοχή | ascending |
Ρήμα
επεξεργασίαascend (en)
ενεστώτας | ascend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ascends |
αόριστος | ascended |
παθητική μετοχή | ascended |
ενεργητική μετοχή | ascending |
ascend (en)