ενεστώτας move up
γ΄ ενικό ενεστώτα moves up
αόριστος moved up
παθητική μετοχή moved up
ενεργητική μετοχή moving up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
move up < → δείτε τις λέξεις move και up

move up (en)

  • περνάω σε διαφορετική, ανώτερη θέση
    ⮡  I move up to second place. I was in third place.
    Πέρασε στη δεύτερη θέση. Ήμουν στη τρίτη θέση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pass
     αντώνυμα: move down
  • move up - Cambridge Dictionary online
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684. , λήμμα: περνώ