ενεστώτας get on
γ΄ ενικό ενεστώτα gets on
αόριστος got on
παθητική μετοχή got on, gotten on
ενεργητική μετοχή getting on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
get on < → δείτε τις λέξεις get και on

get on (en)

  1. πηγαίνω, πως πάει μια κατάσταση
    ⮡  How is your English getting on?
    Πώς πάνε τα αγγλικά σου;
  2. (βρετανική σημασία) πηγαίνω, πως πάει μια σχέση
    ⮡  How are you getting on with the boss?
    Πώς πας με το αφεντικό;

Συνώνυμα

επεξεργασία