ανέρχομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανέρχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνέρχομαι < ἀν- (ἀνά) + ἔρχομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- + έρχομαι
- για το χρηματικό ποσό < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική s'élever[1]
Ρήμα
επεξεργασίαανέρχομαι (αποθετικό ρήμα)
- ανεβαίνω
- (μεταφορικά) αυξάνομαι, ανεβαίνω, φτάνω κάπου ψηλά
- Το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας μας ανήλθε στο ύψος του 12,7% και αποτελεί το δεύτερο χειρότερο όχι απλά στην Ευρωζώνη, αλλά σε ολόκληρη την Ε.Ε. των 28 κρατών-μελών (...). Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα με το δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Ανήλθε στο πρωτοφανές για την Ευρώπη, κυριολεκτικά εξωφρενικό ποσοστό του 175,1% του ΑΕΠ μας! (*)
- εξελίσσομαι, προοδεύω, φτάνω σε ανώτερες βαθμίδες
- (για χρηματικό ποσό) είναι του ύψους, φθάνει στο ύψος ποσού
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη έρχομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανέρχομαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανέρχομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας