ανερχόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.neɾˈxo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νερ‐χό‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασίαανερχόμενος, -η, -ο
- που είναι σε φάση ακμής, που ανέρχεται, που είναι φιλόδοξος και έχει στόχο την κορυφή.
- ⮡ Ειναι ανερχόμενος στην κομματική ιεραρχία, στην επιχείρηση.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ανερχόμενος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανέρχομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)