Δείτε επίσης: ἀνερχόμενος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανερχόμενος η ανερχόμενη το ανερχόμενο
      γενική του ανερχόμενου της ανερχόμενης του ανερχόμενου
    αιτιατική τον ανερχόμενο την ανερχόμενη το ανερχόμενο
     κλητική ανερχόμενε ανερχόμενη ανερχόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανερχόμενοι οι ανερχόμενες τα ανερχόμενα
      γενική των ανερχόμενων των ανερχόμενων των ανερχόμενων
    αιτιατική τους ανερχόμενους τις ανερχόμενες τα ανερχόμενα
     κλητική ανερχόμενοι ανερχόμενες ανερχόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανερχόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ανέρχομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.neɾˈxo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νερ‐χό‐με‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

ανερχόμενος, -η, -ο

  • που είναι σε φάση ακμής, που ανέρχεται, που είναι φιλόδοξος και έχει στόχο την κορυφή.
    Ειναι ανερχόμενος στην κομματική ιεραρχία, στην επιχείρηση.

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία