Ετυμολογία

επεξεργασία
ανηφορίζω < λείπει η ετυμολογία

ανηφορίζω

  • κινούμαι, επάνω σε έδαφος που έχει υψομετρικές διαφορές, με κατεύθυνση προς τα πάνω

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία