Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανηφορίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ανηφορίζω

  • κινούμαι, επάνω σε έδαφος που έχει υψομετρικές διαφορές, με κατεύθυνση προς τα πάνω

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία