uphill
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | uphill |
συγκριτικός | more uphill |
υπερθετικός | most uphill |
uphill (en)
- ανηφορικός
- ↪ an uphill road - ανηφορικός δρόμος
- δύσκολος, επίπονος
- ↪ an uphill task - δύσκολο καθήκον
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | uphill |
συγκριτικός | more uphill |
υπερθετικός | most uphill |
uphill (en)
- στον ανήφορος, ανηφορικά
- ↪ I am going/climbing uphill.
- Ανεβαίνω τον ανήφορο.
- ↪ After this bend, the road continues uphill for some kilometers.
- Μετά τη στροφή αυτή ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικά για μερικά χιλιόμετρα.
- ↪ I am going/climbing uphill.