Ετυμολογία

επεξεργασία
uphill < up + hill
παραθετικά
θετικός uphill
συγκριτικός more uphill
υπερθετικός most uphill

uphill (en)

  1. ανηφορικός
      an uphill road - ανηφορικός δρόμος
  2. δύσκολος, επίπονος
      an uphill task - δύσκολο καθήκον

Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός uphill
συγκριτικός farther / further / more uphill
υπερθετικός farthest / furthest / most uphill

uphill (en)

  • στον ανήφορο, ανηφορικά, ανηφορίζω
      I am going/climbing uphill.
    Ανεβαίνω τον ανήφορο.
      After this bend, the road continues uphill for some kilometers.
    Μετά τη στροφή αυτή ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικά για μερικά χιλιόμετρα.
      The road goes slightly/steeply uphill.
    Ο δρόμος ανηφορίζει λίγο/απότομα.
      From here on the path goes uphill.
    Από δω και πέρα το μονοπάτι ανηφορίζει.