Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανηφορικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανηφορικ
ός
η
ανηφορικ
ή
το
ανηφορικ
ό
γενική
του
ανηφορικ
ού
της
ανηφορικ
ής
του
ανηφορικ
ού
αιτιατική
τον
ανηφορικ
ό
την
ανηφορικ
ή
το
ανηφορικ
ό
κλητική
ανηφορικ
έ
ανηφορικ
ή
ανηφορικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανηφορικ
οί
οι
ανηφορικ
ές
τα
ανηφορικ
ά
γενική
των
ανηφορικ
ών
των
ανηφορικ
ών
των
ανηφορικ
ών
αιτιατική
τους
ανηφορικ
ούς
τις
ανηφορικ
ές
τα
ανηφορικ
ά
κλητική
ανηφορικ
οί
ανηφορικ
ές
ανηφορικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανηφορικός
<
ανήφορος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ανηφορικός, -ή, -ό
που έχει κάποια
κλίση
προς τα
πάνω
(
μεταφορικά
)
δύσκολος
Αντώνυμα
επεξεργασία
κατηφορικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανηφορικός
αγγλικά
:
ascending
(en)
,
uphill
(en)