ανηφορικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανηφορικά < ανηφορικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασία
ανηφορικά
- με κλίση και φορά προς τα πάνω
- μετά τη στροφή αυτή ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικά για μερικά χιλιόμετρα
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
ανηφορικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανηφορικό