Δείτε: κλείσει, κλήση, κλίση, κλύση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλίση οι κλίσεις
      γενική της κλίσης* των κλίσεων
    αιτιατική την κλίση τις κλίσεις
     κλητική κλίση κλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κλίσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κλίση θηλυκό

  1. η ιδιότητα μιας μη οριζόντιας επιφάνειας
      H πλαγιά είχε μεγάλη κλίση και μας δυσκόλεψε πολύ στην ανάβαση.
  2. έφεση, ροπή
      Έχει κλίση στα μαθηματικά.
  3. (γραμματική) ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο σχηματίζονται οι διάφοροι τύποι ενός ονόματος, αντωνυμίας ή ρήματος
  4. (γραμματική) ομάδα ονομάτων με κοινές καταλήξεις και κοινό σχηματισμό των πτώσεων
      πρώτη κλίση

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία