Ετυμολογία en

επεξεργασία
inclination < ύστερη (κληρονομημένο) μέση αγγλική inclinacioun < παλαιά γαλλική inclination < λατινική inclīnātiō < inclinare (κλίνω προς/γέρνω προς). Δείτε και incline

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
inclination inclinations

inclination (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κλίση, η διάθεση, ένα συναίσθημα που με κάνει να θέλω να κάνω κάτι
      She is free to follow her inclination.
    Είναι ελεύθερη ν' ακολουθήσει την κλίση της.
      Despite his strong inclination to, he couldn’t help him.
    Παρ' όλη την καλή του διάθεση δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κλίση, η ιδιότητα μιας μη οριζόντιας επιφάνειας
      the inclination of the roof - η κλίση της στέγης
     συνώνυμα: incline

Συνώνυμα

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
inclination inclinations

inclination (fr) θηλυκό