ενικός         πληθυντικός  
predilection predilections

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌpɹiː.dəˈlɛk.ʃn̩/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

predilection (en) (for)