Ουσιαστικό

επεξεργασία

humour (en) (βρετανική γραφή)

  • (μη μετρήσιμο) το χιούμορ, η ιδιότητα του να είναι αστείος· η ικανότητα να γελάω με πράγματα που είναι αστεία
      You have a good sense of humour.
    Έχεις πολύ χιούμορ.
      He has no sense of humour (at all).
    Δεν έχει καθόλου χιούμορ.
      She doesn’t have much of a sense of humour.
    Δεν έχει πολύ χιούμορ.
      It’s no time for humour.
    Δεν είναι ώρα για χιούμορ.
      His remarks are full of humour.
    Η κουβέντα του είναι γεμάτη χιούμορ.

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
humour humours

humour (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία