humorously
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | humorously |
συγκριτικός | more humorously |
υπερθετικός | most humorously |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαhumorously (en)
- χιουμοριστικά
- ⮡ He coped with the situation humorously.
- Αντιμετώπισε χιουμοριστικά την κατάσταση.
- ⮡ He coped with the situation humorously.