incline
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
incline | inclines |
incline (en)
- η κλίση (επιφάνειας)
- ↪ the incline of the roof - η κλίση της στέγης
- ≈ συνώνυμα: inclination
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | incline |
γ΄ ενικό ενεστώτα | inclines |
αόριστος | inclined |
παθητική μετοχή | inclined |
ενεργητική μετοχή | inclining |
incline (en)