επιρρεπής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επιρρεπής | η | επιρρεπής | το | επιρρεπές |
γενική | του | επιρρεπούς* | της | επιρρεπούς | του | επιρρεπούς |
αιτιατική | τον | επιρρεπή | την | επιρρεπή | το | επιρρεπές |
κλητική | επιρρεπή(ς) | επιρρεπής | επιρρεπές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επιρρεπείς | οι | επιρρεπείς | τα | επιρρεπή |
γενική | των | επιρρεπών | των | επιρρεπών | των | επιρρεπών |
αιτιατική | τους | επιρρεπείς | τις | επιρρεπείς | τα | επιρρεπή |
κλητική | επιρρεπείς | επιρρεπείς | επιρρεπή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επιρρεπής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιρρεπής < αρχαία ελληνική ἐπιρρέπω < ἐπι- + ῤέπω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.pi.ɾeˈpis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πιρ‐ρ‐επής
Επίθετο
επεξεργασίαεπιρρεπής, -ής, -ές
- που έχει τάση να κάνει κάτι (συχνά αρνητικό)
- ⮡ το συνεχές στρες μάς κάνει επιρρεπείς στις αρρώστιες
- ≈ συνώνυμα: ευεπίφορος