list
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
list | lists |
list (en)
- λίστα, κατάλογος
- (προγραμματισμός) λίστα, είναι δομή δεδομένων
- ※ Many data structure needs can be met with the built-in list type. (Python tutorial) [1]
- Πολλές ανάγκες δομής δεδομένων μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον ενσωματωμένο τύπο λίστας.
- υπερώνυμα: collection, sequential (data structure)
- δείτε επίσης: list (abstract data type) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ※ Many data structure needs can be met with the built-in list type. (Python tutorial) [1]
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- list στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ (αγγλικά) 11. Brief Tour of the Standard Library — Part II / 11.7. Tools for Working with Lists https://docs.python.org/3.7/tutorial/stdlib2.html. Αρχειοθέτηση 2020-01-07. Προσπέλαση 2020-09-16.
Βοσνιακά (bs)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlist (bs)
Συνώνυμα
επεξεργασία
Κροατικά (hr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlist (hr)
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlist (pl) αρσενικό
- η επιστολή
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαlist (pl)
- γενική πληθυντικού του lista
Σλοβακικά (sk)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlist (sk) αρσενικό
- η επιστολή
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlist (cs) αρσενικό
- το φύλλο φυτού
- το φύλλο χαρτιού
- (παρωχημένο) το πιστοποιητικό