Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lɪst/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
list lists

list (en)

  1. η λίστα, ο κατάλογος
    ⮡  a shopping list - λίστα με τα ψώνια
    ⮡  a waiting list - λίστα αναμονής
    ⮡  Put it on the list.
    Βάλ' το στον κατάλογο.
  2. (προγραμματισμός) η λίστα, είναι δομή δεδομένων
    ⮡  Many data structure needs can be met with the built-in list type.
    Πολλές ανάγκες δομής δεδομένων μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον ενσωματωμένο τύπο λίστας.
    υπερώνυμα: collection, sequential (data structure)
    δείτε επίσης: list (abstract data type) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας list
γ΄ ενικό ενεστώτα lists
αόριστος listed
παθητική μετοχή listed
ενεργητική μετοχή listing

list (en)

  1. (μεταβατικό) καταγράφω, παραθέτω, φτιάχνω λίστα
    ⮡  I will list all of my appointments.
    Θα καταγράψω όλα τα ραντεβού μου.
    ⮡  They listed all the things in the house.
    Κατέγραψαν όλα τα πράγματα του σπιτιού.
    ⮡  The key points are listed below.
    Τα βασικά σημεία παρατίθενται παρακάτω.
    ⮡  Towns in the guide are listed alphabetically.
    Οι πόλεις στον οδηγό παρατίθενται αλφαβητικά.
    ⮡  They asked us to list our ten favorite songs.
    Μας ζήτησαν να φτιάξουμε μια λίστα με τα δέκα αγαπημένα μας τραγούδια.
  2. (μεταβατικό) απαριθμώ, παραθέτω, αναφέρω ή συμπεριλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε μια λίστα
    ⮡  Can you list the capitals of Europe?
    Μπορείς να απαριθμήσεις τις πρωτεύουσες της Ευρώπης;
    ⮡  He listed all of his sources.
    Παρέθεσε όλες τις πηγές του.
    ⮡  Articles may be listed under more than one heading.
    Τα άρθρα μπορεί να αναφέρονται κάτω από περισσότερους από έναν τίτλους.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) κοστολογώ, βάζω κάτι σε μια λίστα με πράγματα προς πώληση
    ⮡  This laptop lists at $500.
    Αυτό το λάπτοπ κοστολογείται στα 500 δολάρια.
  4. (μεταβατικό, οικονομία) εισάγω, διαθέτω μετοχές μιας εταιρείας σε χρηματιστήριο
    ⮡  The company will be listed on the New York Stock Exchange.
    Η εταιρεία θα εισαχθεί στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
  5. (αμετάβατο) γέρνω, για πλοίο που γέρνει στη μια πλευρά
    ⮡  It began to list dangerously and the order was given to abandon ship.
    Άρχισε να γέρνει επικίνδυνα και δόθηκε η εντολή να εγκαταλείψουμε το πλοίο.



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

list (bs)

  1. το φύλλο
  2. η σελίδα

Συνώνυμα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

list (hr)

  1. το φύλλο
  2. η επιστολή



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

list (pl) αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

list (pl)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

list (sk) αρσενικό



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

list (cs) αρσενικό

  1. το φύλλο φυτού
  2. το φύλλο χαρτιού
  3. (παρωχημένο) το πιστοποιητικό