Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
need needs

need (en)

  • η ανάγκη
    The financial needs of this municipality can’t be cured without a generous subsidy.
    Οι οικονομικές ανάγκες του δήμου δε θεραπεύονται χωρίς γενναία επιχορήγηση.
ενεστώτας need
γ΄ ενικό ενεστώτα needs
αόριστος needed
παθητική μετοχή needed
ενεργητική μετοχή needing

need (en)

  1. (μεταβατικό) χρειάζομαι, θέλω, απαιτώ κάτι ή κάποιον επειδή είναι ουσιαστικά ή πολύ σημαντικά, όχι απλώς επειδή θα ήθελα να τα έχω
    I need you, don’t leave.
    Σε χρειάζομαι, μη φεύγεις.
    I need two hours to finish the job.
    Χρειάζομαι δύο ώρες για να τελειώσω τη δουλειά.
    I don’t need your help./I don’t need you to help me.
    Δε μου χρειάζεται η βοήθειά σου.
    Thanks, that’s what I needed.
    Ευχαριστώ, αυτό χρειαζόμουν.
    Do you need me to come too?
    Χρειάζεται να έρθω κι εγώ;
    A swim in the sea is all I needed today.
    Ένα μπάνιο στη θάλασσα είναι ό,τι χρειάζεται σήμερα.
    Linen needs very good ironing.
    Τα λινά θέλουν πολύ καλό σιδέρωμα.
  2. (συνήθως need to) χρειάζεται να (ως απρόσωπο ρήμα), πρέπει να, υποχρεώνεται να, είμαι υποχρεωμένος να
    I didn’t need to go.
    Δε χρειάστηκε να πάω.
    Do I need to tell you more?
    Τι χρειάζεται να σου πω περισσότερα;
    Do I need to help too?
    Χρειάζεται να βοηθήσω και εγώ;
    If it is needed, let me know.
    Αν χρειαστεί, ειδοποίησέ με.
    No, it’s not needed.
    Όχι, δε χρειάζεται.
    I need to see him.
    Πρέπει να τον δω.
    Parents need to send their kids to school.
    Οι γονείς υποχρεώνονται να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο.
    He doesn’t need to go to the office today.
    Δεν είναι υποχρεωμένος να πάει στο γραφείο σήμερα.
    He’s so rich that he doesn’t need to work.
    Είναι τόσο πλούσιος ώστε δεν είναι υποχρεωμένος να δουλεύει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη must