Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

θέλω < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική θέλω, παράλληλος τύπος του ἐθέλω

  ΡήμαΕπεξεργασία

θέλω

  1. έχω την επιθυμία να αποκτήσω ή να κάνω κάτι, επιδιώκω ή απαιτώ
    θέλω να πάω διακοπές
    • (ειδικότερα) νιώθω ερωτική επιθυμία για ένα πρόσωπο
      αφού την θέλεις και σε θέλει, γιατί δεν τα βρίσκετε οι δυο σας;
  2. χρειάζομαι, έχω την ανάγκη ενός πράγματος
    θα ήθελα λίγο νερό

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  • θέλω να πω (ότι): (επεξηγηματικά) εννοώ (ότι)
  • το καλό που σου θέλω: προειδοποιητικά, σαν ήπιας μορφής απειλή

ΣημειώσειςΕπεξεργασία

  • το β' ενικό πρόσωπο (θες, θέλεις) χρησιμοποιείται απρόσωπα, και σαν διαζευκτικός σύνδεσμος, είτε ή ή
    θες από την ταλαιπωρία, θες από τη βροχή, θες τα παπούτσια, δεν μπόρεσα τελικά να φτάσω έγκαιρα
  • σπανιότερα χρησιμοποιούνται με την ίδια έννοια και το γ' ενικό και το β' και γ' πληθυντικό πρόσωπο σε συμφωνία με το υποκείμενο

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία