θέλω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θέλω <αρχαία ελληνική θέλω, παράλληλος τύπος του ἐθέλω
ΡήμαΕπεξεργασία
θέλω
- έχω την επιθυμία να αποκτήσω ή να κάνω κάτι, επιδιώκω ή απαιτώ
- θέλω να πάω διακοπές
- (ειδικότερα) νιώθω ερωτική επιθυμία για ένα πρόσωπο
- αφού την θέλεις και σε θέλει, γιατί δεν τα βρίσκετε οι δυο σας;
- χρειάζομαι, έχω την ανάγκη ενός πράγματος
- θα ήθελα λίγο νερό
- (για άψυχα)
- το κείμενο θέλει αρκετές διορθώσεις
- (ιδιωματικό) χρωστάω, οφείλω
- του θέλω ακόμα δύο καρέκλες
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- θέλω να πω (ότι): (επεξηγηματικά) εννοώ (ότι)
- το καλό που σου θέλω: προειδοποιητικά, σαν ήπιας μορφής απειλή
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- το β' ενικό πρόσωπο (θες, θέλεις) χρησιμοποιείται απρόσωπα, και σαν διαζευκτικός σύνδεσμος, είτε ή ή
- θες από την ταλαιπωρία, θες από τη βροχή, θες τα παπούτσια, δεν μπόρεσα τελικά να φτάσω έγκαιρα
- σπανιότερα χρησιμοποιούνται με την ίδια έννοια και το γ' ενικό και το β' και γ' πληθυντικό πρόσωπο σε συμφωνία με το υποκείμενο
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- άθελος
- αθέλητος
- εθελοδουλία
- εθελόδουλος
- εθελοθυσία
- εθελοτυφλία
- εθελότυφλος
- εθελοτυφλώ
- οικειοθελής
- οικειοθελώς
- πολυθέλω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
θέλω
|
|