Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθέλητος η αθέλητη το αθέλητο
      γενική του αθέλητου της αθέλητης του αθέλητου
    αιτιατική τον αθέλητο την αθέλητη το αθέλητο
     κλητική αθέλητε αθέλητη αθέλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθέλητοι οι αθέλητες τα αθέλητα
      γενική των αθέλητων των αθέλητων των αθέλητων
    αιτιατική τους αθέλητους τις αθέλητες τα αθέλητα
     κλητική αθέλητοι αθέλητες αθέλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθέλητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀθέλητος. Αναλύεται σε α- στερητικό + αρχαία ελληνική θελητός (θέλω)

  Επίθετο επεξεργασία

αθέλητος, -η, -ο

  • που έγινε από κάποιον χωρίς να το θέλει
    ※  μνα σταματήσουν στο εξής τον ηθελημένο ή αθέλητο αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης από τα πραγματικά προβλήματα του ελληνικού λαού. (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 26-08-2000)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη θέλω

  Μεταφράσεις επεξεργασία