Δείτε επίσης: ἀκούσιος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακούσιος η ακούσια το ακούσιο
      γενική του ακούσιου της ακούσιας του ακούσιου
    αιτιατική τον ακούσιο την ακούσια το ακούσιο
     κλητική ακούσιε ακούσια ακούσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακούσιοι οι ακούσιες τα ακούσια
      γενική των ακούσιων των ακούσιων των ακούσιων
    αιτιατική τους ακούσιους τις ακούσιες τα ακούσια
     κλητική ακούσιοι ακούσιες ακούσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακούσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκούσιος → και δείτε τη λέξη εκούσιος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈku.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κού‐σι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακούσιος, -α, -ο

  • που γίνεται χωρίς τη θέληση κάποιου
    ⮡  ακούσιο λάθος, ακούσια κίνηση

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία