Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκούσιος < ἀεκούσιος < α- στερητικό και ἑκούσιος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀκούσιος-ος,-ον / ος-α-ον ασυναίρετο: ἀεκούσιος

  • ο αθέλητος, που έγινε χωρίς πρόθεση, άθελα, παρά τη θέλησή του, που εξαναγκάσθηκε, που είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού

Συγγενικά

επεξεργασία