Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθελότυφλος η εθελότυφλη το εθελότυφλο
      γενική του εθελότυφλου της εθελότυφλης του εθελότυφλου
    αιτιατική τον εθελότυφλο την εθελότυφλη το εθελότυφλο
     κλητική εθελότυφλε εθελότυφλη εθελότυφλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθελότυφλοι οι εθελότυφλες τα εθελότυφλα
      γενική των εθελότυφλων των εθελότυφλων των εθελότυφλων
    αιτιατική τους εθελότυφλους τις εθελότυφλες τα εθελότυφλα
     κλητική εθελότυφλοι εθελότυφλες εθελότυφλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθελότυφλος < ἐθέλ(ω) + -ό- + τυφλός

  Επίθετο επεξεργασία

εθελότυφλος, -η, -ο

  • που προτιμά να μη βλέπει και να μην αναγνωρίζει κάτι που είναι προφανέστατα αρνητικό, βλαβερό. Αυτός που αρνείται να δει την πραγματικότητα.

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία