εθελότυφλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εθελότυφλος, -η, -ο
- που προτιμά να μη βλέπει και να μην αναγνωρίζει κάτι που είναι προφανέστατα αρνητικό, βλαβερό. Αυτός που αρνείται να δει την πραγματικότητα.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εθελότυφλος
|