↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εθελοτυφλία οι εθελοτυφλίες
      γενική της εθελοτυφλίας των εθελοτυφλιών
    αιτιατική την εθελοτυφλία τις εθελοτυφλίες
     κλητική εθελοτυφλία εθελοτυφλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εθελοτυφλία < εθελότυφλος + -ία < μεσαιωνική ελληνική ἐθελότυφλος[1] < αρχαία ελληνική ἐθέλω + τυφλός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.θe.lo.tiˈfli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐θε‐λο‐τυ‐φλί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εθελοτυφλία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • η ιδιότητα του εθελότυφλου, η στάση εκείνου που προτιμά να μη βλέπει και να μην αναγνωρίζει κάτι που είναι προφανέστατα αρνητικό, βλαβερό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. ἐθελότυφλος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)