εθελοτυφλία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εθελοτυφλία < εθελότυφλος < ἐθέλω + τυφλός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.θe.lo.tiˈfli.a/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εθελοτυφλία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η στάση εκείνου που προτιμά να μη βλέπει και να μην αναγνωρίζει κάτι που είναι προφανέστατα αρνητικό, βλαβερό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εθελοτυφλία
|