πραγματικότητα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
πραγματικότητα < πραγματικός + -ότητα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πραγματικότητα θηλυκό
- η κατάσταση των πραγμάτων όπως αυτά υπάρχουν και όχι όπως τα φανταζόμαστε ή θα μπορούσαν να είναι
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πραγματικότητα
|