Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θεληματάρης οι θεληματάρηδες
      γενική του θεληματάρη των θεληματάρηδων
    αιτιατική τον θεληματάρη τους θεληματάρηδες
     κλητική θεληματάρη θεληματάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεληματάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θεληματάρης, θέλημα θεληματ- + -άρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεληματάρης αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεληματάρης < θέλημα(τ)- + -άρης < ελληνιστικό -άριος < λατινικό -arius[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεληματάρης αρσενικό (πληθυντικός: οι θεληματάροι)

  1. αυτός που κάνει θελήματα (πληρωμένος ή μη)
  2. πεισματάρης, αυτός που κάνει του κεφαλιού του (όπως συμπεριφέρονταν οι μισθοφόροι θεληματάριοι)
    ※  «αὐτοὶ οἱ Φράγκοι, ὅπου θωρεῖς, πολλὰ εἶν’ θεληματάροι, ὁμαίως κι ἐλαφροκέφαλοι, εἴ τι τοὺς δόξῃ, κάμνου» (Χρονικόν του Μορέως, 14ος αιώνας, H 604)

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία