Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεληματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θεληματικ
ός
η
θεληματικ
ή
το
θεληματικ
ό
γενική
του
θεληματικ
ού
της
θεληματικ
ής
του
θεληματικ
ού
αιτιατική
τον
θεληματικ
ό
τη
θεληματικ
ή
το
θεληματικ
ό
κλητική
θεληματικ
έ
θεληματικ
ή
θεληματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θεληματικ
οί
οι
θεληματικ
ές
τα
θεληματικ
ά
γενική
των
θεληματικ
ών
των
θεληματικ
ών
των
θεληματικ
ών
αιτιατική
τους
θεληματικ
ούς
τις
θεληματικ
ές
τα
θεληματικ
ά
κλητική
θεληματικ
οί
θεληματικ
ές
θεληματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεληματικός
<
θέλημα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
θe.li.ma.tiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
θεληματικός
, ή, ό
που χαρακτηρίζεται από ισχυρή
θέληση
που δείχνει άνθρωπο με ισχυρή θέληση
θεληματικό
πηγούνι
εκούσιος
, με τη θέληση κάποιου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεληματικός
αγγλικά
:
voluntary
(en)
γαλλικά
:
volontaire
(fr)
(3)
εσπεράντο
:
vola
(eo)