Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεληματικῶς, λέξη του 12ου αιώνα < θεληματικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

θεληματικῶς

  Πηγές επεξεργασία