Ετυμολογία

επεξεργασία
θεληματάριος < θεληματ- (θέλημα) + λατινική -arius, παρόμοιο με voluntarius

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θεληματάριος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .