θεληματάριος
Ετυμολογία
επεξεργασία- θεληματάριος < θεληματ- (θέλημα) + λατινική -arius, παρόμοιο με voluntarius
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθεληματάριος αρσενικό
- (συνήθως στον πληθυντικό) εθελοντής μισθοφόρος του Βυζαντίου [1]
Συγγενικά
επεξεργασία- θεληματάρης ("πείσμων")
- θεληματεύω, θεληματεύγω
Δείτε επίσης
επεξεργασία- νεοελληνικό θέλημα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .