εθελόδουλος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εθελόδουλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐθελόδουλος[1] < ἐθέλω + δοῦλος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.θeˈlo.ðu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐θε‐λό‐δου‐λος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
εθελόδουλος, -η, -ο
- που εκούσια ανέχεται τη δουλεία και την υποταγή
- ※ Η αλήθεια είναι πως το γεγονός ότι οι Γερμανοί ηγέτες συζητούν με εθελόδουλους πολιτικούς ηγέτες, οι οποίοι πρόθυμα υπακούουν ασυζητητί σε οποιαδήποτε απαίτηση του Βερολίνου, δεν τους βοηθά να αντιληφθούν την έκταση της οργής και του μίσους που προκαλεί η πολιτική που επιβάλλουν στην ΕΕ. (* εφημερίδα Το Έθνος)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις θέλω και δούλος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εθελόδουλος
Επεξεργασία
- ↑ «εθελόδουλος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.