Δείτε επίσης: ἐθελόδουλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εθελόδουλος η εθελόδουλη το εθελόδουλο
      γενική του εθελόδουλου της εθελόδουλης του εθελόδουλου
    αιτιατική τον εθελόδουλο την εθελόδουλη το εθελόδουλο
     κλητική εθελόδουλε εθελόδουλη εθελόδουλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εθελόδουλοι οι εθελόδουλες τα εθελόδουλα
      γενική των εθελόδουλων των εθελόδουλων των εθελόδουλων
    αιτιατική τους εθελόδουλους τις εθελόδουλες τα εθελόδουλα
     κλητική εθελόδουλοι εθελόδουλες εθελόδουλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθελόδουλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐθελόδουλος[1] < ἐθέλω + δοῦλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.θeˈlo.ðu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐θε‐λό‐δου‐λος

  Επίθετο επεξεργασία

εθελόδουλος, -η, -ο

  • που εκούσια ανέχεται τη δουλεία και την υποταγή
    ※  Η αλήθεια είναι πως το γεγονός ότι οι Γερμανοί ηγέτες συζητούν με εθελόδουλους πολιτικούς ηγέτες, οι οποίοι πρόθυμα υπακούουν ασυζητητί σε οποιαδήποτε απαίτηση του Βερολίνου, δεν τους βοηθά να αντιληφθούν την έκταση της οργής και του μίσους που προκαλεί η πολιτική που επιβάλλουν στην ΕΕ. (* εφημερίδα Το Έθνος)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις θέλω και δούλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία