δουλόφρων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δουλόφρων & δουλόφρονας |
η | δουλόφρων | το | δουλόφρον |
γενική | του | δουλόφρονος & δουλόφρονα |
της | δουλόφρονος | του | δουλόφρονος |
αιτιατική | τον | δουλόφρονα | τη | δουλόφρονα | το | δουλόφρον |
κλητική | δουλόφρων & δουλόφρονα |
δουλόφρων | δουλόφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δουλόφρονες | οι | δουλόφρονες | τα | δουλόφρονα |
γενική | των | δουλοφρόνων | των | δουλοφρόνων | των | δουλοφρόνων |
αιτιατική | τους | δουλόφρονες | τις | δουλόφρονες | τα | δουλόφρονα |
κλητική | δουλόφρονες | δουλόφρονες | δουλόφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δουλόφρων < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική δουλόφρων < δοῦλ(ος) + -ό- + αρχαία ελληνική -φρων (φρήν)
Επίθετο
επεξεργασίαδουλόφρων, -ων, -ον
- (λόγιο) που εξαρτάται από κάποια εξουσία ή αρχή, που ενεργεί και σκέφτεται σαν να είναι δούλος σε κάποιον ή κάτι
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- δουλόφρονας
- δουλοφροσύνη
- → δείτε τις λέξεις δούλος και φρην
Μεταφράσεις
επεξεργασία δουλόφρων
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- δουλόφρων < δοῦλ(ος) + -ό- + αρχαία ελληνική -φρων (φρήν)
Επίθετο
επεξεργασίαδουλόφρων, -ων, -ον
Πηγές
επεξεργασία- δουλόφρων - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)