δουλόφρονας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δουλόφρων & δουλόφρονας |
η | δουλόφρων | το | δουλόφρον |
γενική | του | δουλόφρονος & δουλόφρονα |
της | δουλόφρονος | του | δουλόφρονος |
αιτιατική | τον | δουλόφρονα | τη | δουλόφρονα | το | δουλόφρον |
κλητική | δουλόφρων & δουλόφρονα |
δουλόφρων | δουλόφρον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δουλόφρονες | οι | δουλόφρονες | τα | δουλόφρονα |
γενική | των | δουλοφρόνων | των | δουλοφρόνων | των | δουλοφρόνων |
αιτιατική | τους | δουλόφρονες | τις | δουλόφρονες | τα | δουλόφρονα |
κλητική | δουλόφρονες | δουλόφρονες | δουλόφρονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δουλόφρονας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική δουλόφρ(ων) + -ονας
Επίθετο επεξεργασία
δουλόφρονας, -ων, -ον
- (λόγιο) άλλη μορφή του δουλόφρων με νεότερες καταλήξεις
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δουλόφρονας
|