Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ων
-ονας
η -ων το -ον
      γενική του -ονος
-ονα
της -ονος του -ονος
    αιτιατική τον -ονα τη(ν) -ονα το -ον
     κλητική -ων
-ονα
-ων -ον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ονες οι -ονες τα -ονα
      γενική των -όνων των -όνων των -όνων
    αιτιατική τους -ονες τις -ονες τα -ονα
     κλητική -ονες -ονες -ονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρονας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -ων, από την αιτιατική σε -ονα

  Επίθημα επεξεργασία

-ονας