↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀρχιτέκτων οἱ ἀρχιτέκτονες
      γενική τοῦ ἀρχιτέκτονος τῶν ἀρχιτεκτόνων
      δοτική τῷ ἀρχιτέκτον τοῖς ἀρχιτέκτοσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀρχιτέκτον τοὺς ἀρχιτέκτονᾰς
     κλητική ! ἀρχιτέκτον ἀρχιτέκτονες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρχιτέκτονε
γεν-δοτ τοῖν  ἀρχιτεκτόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «μέμνων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρχιτέκτων < ἀρχι- (< ἄρχω) + τέκτων

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀρχιτέκτων, -ονος αρσενικό

  1. ο επικεφαλής των αρχιτεκτόνων, ο επιβλέπων τις εργασίες, ο επιστάτης στις οικοδομικές εργασίες
    ⮡  ἀρχιτέκτων τῆς γεφύρας
  2. (μεταφορικά) ο εμπνευστής, αυτός που έχει καταστρώσει σχέδιο, συνωμοσία
    ⮡  τῷ ἀρχιτέκτονι τῆς ὅλης ἐπιβουλῆς

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία