επιβλέπων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | επιβλέπων & επιβλέποντας |
η | επιβλέπουσα | το | επιβλέπον |
γενική | του | επιβλέποντος & επιβλέποντα |
της | επιβλέπουσας & επιβλεπούσης* |
του | επιβλέποντος |
αιτιατική | τον | επιβλέποντα | την | επιβλέπουσα | το | επιβλέπον |
κλητική | επιβλέπων & επιβλέποντα |
επιβλέπουσα | επιβλέπον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | επιβλέποντες | οι | επιβλέπουσες | τα | επιβλέποντα |
γενική | των | επιβλεπόντων | των | επιβλεπουσών | των | επιβλεπόντων |
αιτιατική | τους | επιβλέποντες | τις | επιβλέπουσες | τα | επιβλέποντα |
κλητική | επιβλέποντες | επιβλέπουσες | επιβλέποντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιβλέπων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος επιβλέπω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική superviseur και από την αγγλική supervisor[1]
Μετοχή επεξεργασία
επιβλέπων, -ουσα, -ον
- που επιβλέπει
- άλλες μορφές: επιβλέποντας
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιβλέπων αρσενικό (θηλυκό επιβλέπουσα)
- αυτός που επιβλέπει και ελέγχει (καθηγητής, υπεύθυνος έργου)
- άλλες μορφές: επιβλέποντας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιβλέπων
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ {Π:ΛΚΝ}}