ἀρχιτεκτονέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀρχιτεκτονέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀρχιτεκτονέω - ἀρχιτεκτονῶ (συνηρημένο)
- είμαι αρχιτέκτων
- κατασκευάζω, οικοδομώ, επινοώ
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία- ἀρχιτεκτονέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρχιτεκτονέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.