τέκτων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τέκτων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέκτων (ξυλουργός, τεχνίτης)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατέκτων αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τέκτων
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τέκτων < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *téktōn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tetḱō < ρίζα **tetḱ- (παράγω, δημιουργώ) [1]
- Συγγενή: ήδη μυκηναϊκή 𐀳𐀒𐀵𐀚 (te-ko-to-ne, τέκτονες)[2]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ wikt:en:Reconstruction:Proto-Indo-European/tetḱ-
- ↑ τέκτονας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- τέκτων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέκτων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.