Ετυμολογία

επεξεργασία
τέκτων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέκτων (ξυλουργός, τεχνίτης)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈte.kton/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τέκτων αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
τέκτων < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *téktōn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tetḱō < ρίζα **tetḱ- (παράγω, δημιουργώ) [1]
Συγγενή: ήδη μυκηναϊκή 𐀳𐀒𐀵𐀚 (te-ko-to-ne, τέκτονες)[2]


ζητούμενο λήμμα

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. wikt:en:Reconstruction:Proto-Indo-European/tetḱ-
  2. τέκτονας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.