Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τέκτων < αρχαία ελληνική τέκτων < πρωτοελληνική *téktōn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tetḱō < *tetḱ- (παράγω, δημιουργώ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈte.kton/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τέκτων αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία