Ετυμολογία

επεξεργασία
τέκτων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέκτων (ξυλουργός, τεχνίτης)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τέκτων αρσενικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. wikt:en:Reconstruction:Proto-Indo-European/tetḱ-
  2. τέκτονας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.