Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τέκτονας οι τέκτονες
      γενική του τέκτονα των τεκτόνων
    αιτιατική τον τέκτονα τους τέκτονες
     κλητική τέκτονα τέκτονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τέκτονας < αρχαία ελληνική τέκτων < πρωτοελληνική *téktōn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tetḱō < *tetḱ- (παράγω, δημιουργώ) (2. (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική massone)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈte.kto.nas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τέκτονας αρσενικό

  1. (παρωχημένο, επάγγελμα) κτίστης, αρχιτέκτονας
  2. το μέλος μιας μασονικής στοάς ανεξαρτήτως του βαθμού που φέρει σε αυτήν
     συνώνυμα: ελευθεροτέκτονας, μασόνος, φραμασόνος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία