τεκτονισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τεκτονισμός | οι | τεκτονισμοί |
γενική | του | τεκτονισμού | των | τεκτονισμών |
αιτιατική | τον | τεκτονισμό | τους | τεκτονισμούς |
κλητική | τεκτονισμέ | τεκτονισμοί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τεκτονισμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική masonry
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.kto.ni.zmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίατεκτονισμός αρσενικό
- παγκόσμια μυστική αδελφότητα της οποίας τα μέλη ανήκουν σε κατά τόπους τεκτονικές Στοές, έχουν κοινές ηθικές και μεταφυσικές απόψεις και αλληλοϋποστηρίζονται
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τεκτονισμός