πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεκτονικός η τεκτονική το τεκτονικό
      γενική του τεκτονικού της τεκτονικής του τεκτονικού
    αιτιατική τον τεκτονικό την τεκτονική το τεκτονικό
     κλητική τεκτονικέ τεκτονική τεκτονικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεκτονικοί οι τεκτονικές τα τεκτονικά
      γενική των τεκτονικών των τεκτονικών των τεκτονικών
    αιτιατική τους τεκτονικούς τις τεκτονικές τα τεκτονικά
     κλητική τεκτονικοί τεκτονικές τεκτονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

τεκτονικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον τέκτονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. που έχει σχέση με τον ελευθεροτέκτονα ή αναφέρεται σ’ αυτόν
     συνώνυμα: μασονικός
  3. (γεωλογία) που έχει σχέση με τον στερεό φλοιό της γης και τη δομή του ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία