Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μασονικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μασονικ
ός
η
μασονικ
ή
το
μασονικ
ό
γενική
του
μασονικ
ού
της
μασονικ
ής
του
μασονικ
ού
αιτιατική
τον
μασονικ
ό
τη
μασονικ
ή
το
μασονικ
ό
κλητική
μασονικ
έ
μασονικ
ή
μασονικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μασονικ
οί
οι
μασονικ
ές
τα
μασονικ
ά
γενική
των
μασονικ
ών
των
μασονικ
ών
των
μασονικ
ών
αιτιατική
τους
μασονικ
ούς
τις
μασονικ
ές
τα
μασονικ
ά
κλητική
μασονικ
οί
μασονικ
ές
μασονικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
.
Ετυμολογία
επεξεργασία
μασονικός
<
μασόν(ος)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
μασονικός
που σχετίζεται με τη
μασονία
, με τους
τέκτονες
και τους μασόνους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μασονικός
αγγλικά
:
Masonic
(en)
γαλλικά
:
maçonnique
(fr)