Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μασονικός η μασονική το μασονικό
      γενική του μασονικού της μασονικής του μασονικού
    αιτιατική τον μασονικό τη μασονική το μασονικό
     κλητική μασονικέ μασονική μασονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μασονικοί οι μασονικές τα μασονικά
      γενική των μασονικών των μασονικών των μασονικών
    αιτιατική τους μασονικούς τις μασονικές τα μασονικά
     κλητική μασονικοί μασονικές μασονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μασονικός < μασόν(ος) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

μασονικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία