Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.sɔ.nik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
maçonnique maçonniques

maçonnique (fr) αρσενικό ή θηλυκό