Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tectonique tectoniques

tectonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. τεκτονικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tectonique tectoniques

tectonique (fr) θηλυκό

  1. η τεκτονική