tectonique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tectonique | tectoniques |
tectonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tectonique | tectoniques |
tectonique (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
tectonique | tectoniques |
tectonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
tectonique | tectoniques |
tectonique (fr) θηλυκό