ελευθεροτέκτονας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελευθεροτέκτονας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική freemason, ελεύθερ(ος) + -ο- + τέκτονας[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαελευθεροτέκτονας αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ελευθεροτέκτονας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας