↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελευθεροτέκτονας οι ελευθεροτέκτονες
      γενική του ελευθεροτέκτονα των ελευθεροτεκτόνων
    αιτιατική τον ελευθεροτέκτονα τους ελευθεροτέκτονες
     κλητική ελευθεροτέκτονα ελευθεροτέκτονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ελευθεροτέκτονας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική freemason, ελεύθερ(ος) + -ο- + τέκτονας[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.le.fθe.ɾoˈte.kto.nas/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ελευθεροτέκτονας αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία